Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Η σούτρα του ηλιοτροπίου



Περπάτησα στις πλευρές της αποβάθρας με τις μπανάνες και τα κονσερβοκούτια κι έκατσα
κάτω απ' τον ίσκιο μιας μηχανής της Σάουθερν
Πάσιφικ να δω το ηλιοβασίλεμα
πάνω απ' τους λόφους με τα χαμόσπιτα και να κλάψω.
Ο Τζακ Κέρουακ έκατσε δίπλα μου πάνω σ' έναν σπασμένο σκουριασμένο πάσσαλο, σύντροφός μου,
είχαμε τις ίδιες σκέψεις της ψυχής, ταλαίπωροι και μελαγχολικοί με μάτια
θλιμμένα, ζωσμένοι απ' τις ατσάλινες ροζιασμένες ρίζες
των δέντρων των μηχανημάτων.
Το λιγδιασμένο νερό του ποταμού καθρέφτιζε τον κόκκινο
ουρανό, ήλιος πεσμένος στις
τελευταίες κορυφές του Φρίσκο, κανένα ψάρι σ' αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης
σ' αυτά τα βουνά, μονάχα εμείς εδώ τσιμπλήδες με πονοκέφαλο από μεθύσι σαν
παλιοί αλήτες στην ακροποταμιά, κουρασμένοι και σαΐνια.
Κοίτα το Ηλιοτρόπιο, μου 'πε, υπήρχε μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό, μεγάλη
σαν άνθρωπος, καθισμένη ξερή στην κορφή ενός σωρού από αρχαίο πριονίδι -
- Έτρεξα 'κει μαγεμένος - ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, μνήμες του Μπλέηκ -
τα οράματά μου - το Χάρλεμ
και η κόλαση των ποταμών στα Ανατολικά, γέφυρες που κλαγγάζουν Λιγδιασμένα Σάντουιτς
του Τζο, χαλασμένα παιδικά καροτσάκια, μαύρα φαγωμένα λάστιχα αυτοκινήτων
ξεχασμένα και σκασμένα, το ποίημα της ακροποταμιάς,
καπότες και καθίκια, ατσάλινα
μαχαίρια, τίποτα ανοξείδωτο, μονάχα η λασπερή βρόμα
και τα κοφτερά σαν
ξυράφι τεχνουργήματα που περνάνε στο παρελθόν -
και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο ηλιοβασίλεμα, τσακισμένο ταλαίπωρο και
σκονισμένο με τη λέρα και την καταχνιά και τον καπνό
των γέρικων ατμομηχανών
στο μάτι του -
στεφάνι με θολά πέταλα τσαλαπατημένο και διαλυμένο σαν στραπατσαρισμένο στέμμα,
σπόρια πεσμένα απ' το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο - όπου να 'ναι - στόμα
ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες λησμονημένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένος
σκληρός ιστός αράχνης,
φύλλα που προεξέχουν απ' το κοτσάνι σαν χέρια,
χειρονομίες απ' την όλο πριονίδι ρίζα,
σπασμένα κομμάτια σοβά πεσμένα απ' τα μαύρα του κλωνάρια,
μια ψόφια μύγα
στο αφτί του,
Ανίερο στραπατσαρισμένο παλιόπραμα, ηλιοτρόπιό μου
Ω ψυχή μου, σ' αγάπησα τότε!
Η λέρα δεν ήταν ανθρώπου λέρα, μα θανάτου και ανθρώπινων ατμομηχανών,
όλο τούτο το κάλυμμα της σκόνης, τούτο το πέπλο
σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού
δέρματος, η καπνιά στα μάγουλα, τούτο το βλέφαρο μαύρου μαρτυρίου, τούτο
το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή τεχνητό εξόγκωμα χειρότερο
κι απ' τη βρόμα -
βιομηχανικό - μοντέρνο - όλος τούτος ο πολιτισμός που λερώνει το τρελό χρυσό σου στέμμα -
κι εκείνες οι θολές σκέψεις του θανάτου και τα σκονισμένα μάτια χωρίς αγάπη και
τ' απομεινάρια και οι μαραμένες ρίζες κάτω στον σπιτικό σωρό της άμμου και στο πριονίδι,
τα δολάρια του πληθωρισμού, το πετσί της μηχανής, τα κότσια και τα σωθικά του αυτοκινήτου
που κλαίει και βήχει, τα άδεια έρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες τους γλώσσες στερημένες, τι άλλο
να κατονομάσω, τις καπνισμένες
στάχτες κάποιου πούρου της ψωλής, τα μουνιά στα καροτσάκια, και τα
γαλακτερά στήθια των αυτοκινήτων, φθαρμένοι κώλοι
καρεκλών και σφιγκτήρες
των δυναμό -
όλα πλεγμένα μες στις μουμιοποιημένες σου ρίζες - κι εσύ
στέκεσαι εκεί εμπρός μου στο
ηλιοβασίλεμα, κι όλη σου η δόξα στη μορφή σου!
Υπέροχη ομορφιά του ηλιοτροπίου! Τέλεια και εξαίρετη
αγαπημένη ύπαρξη του
ηλιοτροπίου! Ένα γλυκό φυσικό μάτι στο νέο φευγάτο φεγγάρι, που σηκώθηκε ζωντανό
και συνεπαρμένο αρπάζοντάς με στη σκιά του σούρουπου,
τη μηνιαία
χρυσή αύρα της ανατολής!
Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου, χωρίς να φταίνε 'κείνες που 'σαι 'συ
μες στη βρόμα, ενώ
καταριόσουν τους ουρανούς του σιδηροδρόμου και την λουλουδένια ψυχή σου;
Φτωχό νεκρό λουλούδι είσαι; πότε λησμόνησες πως λουλούδι ήσουν; πότε κοίταξες
το πετσί σου κι αποφάσισες πως ήσουν μια ανίκανη βρόμικη
παλιά ατμομηχανή;
το φάντασμα της ατμομηχανής; το φάσμα και η σκιά
μιας άλλοτε τρελής ισχυρής
Αμερικάνικης ατμομηχανής;
Δεν ήσουν ποτέ ατμομηχανή Ηλιοτρόπιο, ήσουν ένα ηλιοτρόπιο!
Μην ξεχνάς τα λόγια μου! Κι εσύ Ατμομηχανή, ήσουνα μια ατμομηχανή!
Κι έτσι άρπαξα τον χοντρό σκελετό του ηλιοτροπίου
και τον κράτησα σφιχτά στο πλευρό μου
σαν σκήπτρο, και δίνω το κήρυγμά μου στην ψυχή μου, και στην ψυχή του Τζακ,
και σ' όποιου άλλου που θα ακούσει, την ψυχή.

- Δεν είμαστε το πετσί μας το βρόμικο, δεν είμαστε η φοβερή ανεμοδαρμένη σκονισμένη
αφάνταστη ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα
χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας,
ευλογημένα απ' την ίδια μας τη σπορά και χρυσά μαλλιαρά
γυμνά κατορθωμένα σώματα
που γίνονται τρελά μαύρα κανονικά
ηλιοτρόπια το ηλιοβασίλεμα, που τα
κρυφοκοιτάμε κάτω απ' τον ίσκιο της τρελής ατμομηχανής
της ακροποταμιάς στο ηλιοβασίλεμα του Φρίσκο με τους λόφους
και τα κονσερβοκούτια, το βράδυ της ρέμβης και της φαντασίας.

Άλεν Γκίνσμπεργκ (μτφ. Γιάννης Λειβαδάς)

θαλασσα




Την ακούω να μου ψιθυρίζει..ακούω τον αχό της..ανοίγω το παράθυρο..φυσάει ο αέρας τη κουρτίνα..κάποιος έρχεται..δεν γνωρίζω τα βήματά του..η πόρτα ανοίγει με το γλυκό φύσημα του αέρα..Την ακούω να μου μιλάει..πάντα..με ακολουθεί..την άκουγα και δυο ολόκληρες βδομάδες μέσα σε ατέλειωτη μοναξιά..και απελπησία..λίγο πριν το τέλος που δεν ήθελε να ρθει....δεν με πήρε όταν της αφέθηκα..με άφησε να συνεχίζω να ζω..είναι ο πιστός σύντροφος της ανάσας μου..το πιο γλυκό μου χτυποκάρδι..το νανούρισμα μου..το κρυμμένο μου αχ.....Και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει όταν αχεί... Ν. Καββαδίας

O αλυσοδεμένος ελέφαντας. Του Χόρχε Μπουκάι


Δεν μπορώ" του είπα. "Δεν μπορώ!" "Σίγουρα;" με ρώτησε αυτός. "Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω... Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ!!!" Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε: "Να σου πω μια μια ιστορία..." Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται. Οταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του... Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μιά αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του. Ωστόσο, το ξύλο ήταν ήταν αληθινα μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δεντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει. Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει; Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξηγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος. Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: "Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;" Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα. Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα - ευτυχώς για μένα - ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση. Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός. Έκλεισα τα μάτια και φανάσθηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφερει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του. Φαντάσθηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο... Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του. Αυτος ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής. Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του ειναι χαραγμένη στη μνήμη του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση. Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του... "Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο - πολύ σαν τον τον ελέφανα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία. Ζούμε πιστεύοντας ότι "δεν μπορούμε" να κάνουμε ενα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφεραμε. Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: "Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω." Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθησε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε: "Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε. Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!
ΓΙΑ ΟΛΟΥς ΕΜΑς ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΔΕΜΕΝΟΙ ΣΕ ΜΙΚΡΑ Η ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΕΙΛΙΑΖΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ.......