Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

το να ζεις έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση είναι θλιβερό, αλλά το να ζεις μία ζωή χωρίς έρωτα είναι αβάσταχτο


H Σονάτα του Σεληνόφωτος !(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού.Μια ηλικιωμένηγυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο.Δεν έχουν ανάψει φως.Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο)Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, -δε θα φαίνεταιπου άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάριθα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.Άφησέ με να έρθω μαζί σου.Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνουλησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.Άφησε με να έρθω μαζί σουλίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεταιη πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,τόσο αδιάφορη κι άυλητόσο θετική σαν μεταφυσικήπου μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.Άφησε με να έρθω μαζί σου....Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μουσαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μουείναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου)Άφησε με να έρθω μαζί σουΤο ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.Άφησε με να έρθω μαζί σου...Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, -όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει -μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνίας, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί ή να σκουπίζω τα μάτια μου, -διατήρησα καλή την όρασή μου, ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.... Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες -8, 16, 32, 64, κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, -φοβήθηκα τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι. Άφησε με να έρθω μαζί σου... Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του ΑϊΝικόλα, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα, έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος, πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα) -ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου, θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα, άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. -Όχι, δε φτάνει. Άφησε με να έρθω μαζί σου ... Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνεσα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαροπέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου,πέρα πολύ. Δε φτάνει.Άφησε με να έρθω μαζί σου.Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφένα στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζινα στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σουνα βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις.Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεναντέχω.Άφησε με να έρθω μαζί σου....Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,δεν εννοεί να πεθάνει.Επιμένει να ζει με τους νεκρούς τουνα ζει απ' τους νεκρούς τουνα ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου τουκαι να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς τουσ' ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.Άφησε με να έρθω μαζί σου.Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,κάτι θα τρίξει, -ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,κάποια βήματα ακούγονται, -δεν είναι δικά μου.Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσειςκαθάριο κι αδιαίρετο.Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτοσαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου; όσο κι αν διψώ, -πως να το φέρω; -Βλέπεις; έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, -αυτό μου απόμεινε,αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.Άφησε με να έρθω μαζί σου...Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθησηπως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του αρκούδαμε το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλιασηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμοένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουποκαι τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνοκαι δεν τ' αφή-νουν πιαν να βγουν έξωμ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουντο περπάτημα της γριάς αρκούδας κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για πού και γιατίέχει βαρύνει, δεν μπορεί πιανα χορεύει στα πισινά της πόδιαδεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωήμε τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτουτην τελική της ανυπακοή στο θάνατομε τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεταιυπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη τηςστις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνετα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα) και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανετο μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.Άφησέ με να έρθω μαζί σου...Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίναείναι σαν το βυθό της θάλασσας.Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μουδεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνειαο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, -σωριάζομαικαι βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν,ν' ανεβαίνουνκαι προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεταιαπό πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς; Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάριακαι θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουνπάντως εγώ τα δίνω.Άφησέ με να έρθω μαζί σου...Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάριδε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα; Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,-τι δυνατό φεγγάρι, -η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνωτο φλιτζάνι απ' το τραπέζιμένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μουεπάνωνα μην κοιτάξω μέσα, -αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμουμην κοιτάξεις μέσα,έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,μην κοι-τάχτε,ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές δεν τις ακούτε; Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος, -πρόσεξε, θα πέσεις.Μην κοιτάς εμένα,εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες..Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη, άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες του νερού, ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη, ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις; Άφησέ με να έρθω μαζί σου.... Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπεινα βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάριτην πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,την πολιτεία του μεροκάματου,την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,να μην ακούω πια τα βήματα σουμήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.Καληνύχτα..(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει.Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος.Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει:"Η παρακμή μιάς εποχής".Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι.Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση.Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) ... ...................
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (Εξομολογητική εκμυστήρευση των πιο μύχιων πόθων,εσωτερικών αποτυχιών,διαψεύσεων του ίδιου προσώπου.Τα λόγια της κραυγής ενός ανθρώπου πουανηφοράει με γνώση μέσα στη "σοφία της μοναξιάς του" .Έχει εύστοχα επισημανθεί ότι εκφράζει "ένα φόρτο ματωμένης και ακατανίκητης-προαιώνιας συνείδησης" .Αδικαίωτες οι ελπίδες των ανθρώπων τελικά που απαρνήθηκαν την ύπαρξή τους επειδή ενέδωσαν στον εκβιασμό των κοινωνικών συμβάσεων. )

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑΣ


Το δάσος ήταν το σπιτικό μου.. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό.Προσπαθούσα να το διατηρώ ταχτικό και καθαρό.Κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ προσπαθούσα να συμμαζέψω κάτι σκουπίδια που είχε παρατήσει ένας κατασκηνωτής, άκουσα βήματα. Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα ένα μικρό κορίτσι να έρχεται από ένα μονοπάτι, κρατώντας ένα καλάθι. Μου φάνηκε ύποπτη από την αρχή γιατί φορούσε αστεία ρούχα ολοκόκκινα, και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσουν.Φυσικά την σταμάτησα για να ερευνήσω το ζήτημα. Την ρώτησα ποια ήταν, που πήγαινε, από που ερχόταν κ.τ.λ. Μου είπε μια ιστορία για κάποια γιαγιά που πήγαινε να την επισκεφθεί και να της πάει φαγητό.Έδειχνε βασικά έντιμο και σοβαρό άτομο !!! αλλά βρισκόταν στο δάσος μου και έδειχνε ύποπτη μ’αυτά τα ρούχα. ΄Έτσι αποφάσισα να της δείξω πόσο σοβαρό ήταν να εισβάλλει έτσι, χωρίς ειδοποίηση, ντυμένη αστεία.Την άφησα να συνεχίσει αλλά έτρεξα πριν από αυτήν στο σπίτι της γιαγιάς της. Όταν συνάντησα την συμπαθητική γριούλα της εξήγησα το πρόβλημά μου και συμφώνησε ότι η εγγονή της χρειαζόταν ένα μάθημα. Η γριούλα συμφώνησε να κρυφτεί ώσπου να την φωνάξω. Έτσι, κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Όταν έφτασε το κορίτσι την κάλεσα να μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόμουν στο κρεβάτι ντυμένος σαν τη γιαγιά. Το κορίτσι ήρθε με τα κόκκινα μαγουλά της και είπε κάτι άσχημο για τα μεγάλα μου αυτιά. Με είχαν προσβάλλει κι άλλοτε και έτσι προσπάθησα να πω κάτι θετικό. Είπα ότι, ίσως, τα μεγάλα μου αυτιά, μου επέτρεπαν να την ακούω καλύτερα. Δηλαδή έδειχνα ότι την συμπαθούσα και ήθελα να προσέχω αυτά που λεει. Αλλά έκανε άλλο ένα καλαμπούρι για τα γουρλωτά μου μάτια. Τώρα καταλαβαίνετε πώς άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτό το κορίτσι που έβαζε ένα ευγενικό προσωπείο αλλά ήταν τόσο κακοήθης. Παρ’ όλα αυτά έχω την τακτική να γυρίζω και το άλλο μάγουλο και της είπα ότι τα γουρλωτά μου μάτια με βοηθούν να την βλέπω καλύτερα. Η επόμενη προσβολή στ’ αλήθεια με νευρίασε. Έχω κάποιο σύμπλεγμα για τα μεγάλα μου δόντια κι αυτό το κορίτσι έκανε μία προσβλητική παρατήρηση. Ξέρω ότι θα έπρεπε να μην χάσω την ψυχραιμία μου αλλά πήδηξα από το κρεβάτι και της φώναξα πως τα μεγάλα μου δόντια ήταν χρήσιμα για να την φαω καλύτερα.Τώρα ας είμαστε ειλικρινείς, κανείς λύκος δεν θα έτρωγε ποτέ ένα κορίτσι, απλά ήθελα να πάρει το μάθημά της , αλλά αυτό το τρελοκόριτσο συνέχισε να φεύγει !Αλήθεια δεν ήθελα να την χάσω ... και ήταν τόσο τρομαγμένη ... η μικρούλα μου!Έπρεπε όπωσδήποτε να την προλάβω γαι να μη μου χαθεί μες το πυκνό δάσος...και την ΠΡΟΛΑΒΑ!!